Στις χώρες της ΕΕ φωλιάζουν και/ή διαχειμάζουν 67 είδη θαλασσοπουλιών, μεταξύ των οποίων ορισμένα ενδημικά και απειλούμενα. Παρόλο που επιστρέφουν στην ξηρά για να φωλιάσουν, τα θαλασσοπούλια εξαρτώνται από το θαλάσσιο περιβάλλον για να τραφούν, ενώ περνούν μεγάλο μέρος της ζωής τους στην ανοιχτή θάλασσα.
Δυστυχώς, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τα θαλασσοπούλια αποτελούν μία από τις πιο απειλούμενες ομάδες πουλιών, καθώς έρχονται αντιμέτωπα με ένα ευρύ φάσμα απειλών, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ένα στα τρία είδη θαλασσοπουλιών απειλείται με εξαφάνιση, ενώ συνολικά, οι πληθυσμοί τους μειώνονται ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη ομάδα πουλιών.
Στις ελληνικές θάλασσες απαντούν έξι είδη θαλασσοπουλιών: ο Ασημόγλαρος, ο Αιγαιόγλαρος, ο Αρτέμης, ο Μύχος (της Μεσογείου), ο Υδροβάτης και ο Θαλασσοκόρακας. Επιπλέον, ένα σημαντικό είδος που χρησιμοποιεί τα ίδια ενδιαιτήματα με τα θαλασσοπούλια για να φωλιάσει είναι ο Μαυροπετρίτης, το γεράκι που ζει σαν θαλασσοπούλι.
Ζωή σε κίνδυνο
Τα θαλασσοπούλια αντιμετωπίζουν πολλαπλούς κινδύνους, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Στην ξηρά, έρχονται αντιμέτωπα με εισβλητικά ξενικά είδη που καταστρέφουν τις φωλιές τους και θηρεύουν τα αβγά και τους νεοσσούς τους. Στη θάλασσα, κινδυνεύουν από την τυχαία παγίδευση σε αλιευτικά εργαλεία (bycatch) και άλλες εξαιρετικά σοβαρές απειλές για την επιβίωσή τους όπως η θήρευση, η υπεραλίευση, η εγκατάσταση παράκτιων και υπεράκτιων υποδομών ενέργειας και η ρύπανση.
Σύμφωνα με στοιχεία της BirdLife International, περισσότερα από 380 εκατομμύρια πουλιά (περίπου το 45% όλων των θαλασσοπουλιών) είναι εκτεθειμένα σε μία από τις τρεις κύριες απειλές γι’ αυτά τα είδη: εισβλητικά είδη, τυχαία παγίδευση και κλιματική αλλαγή.
Έχοντας εξελιχθεί σε περιβάλλοντα που απουσιάζουν οι χερσαίοι θηρευτές, όπως είναι οι ακατοίκητες νησίδες, πολλά θαλασσοπούλια δημιουργούν τις φωλιές τους σε εκτεθειμένες θέσεις. Τα πελαγικά είδη (Αρτέμης, Μύχος, Υδροβάτης) χρησιμοποιούν τρύπες στο έδαφος και σε απότομες πλαγιές, ενώ οι γλάροι φτιάχνουν τις φωλιές τους απευθείας στο έδαφος.
Εισβλητικά είδη όπως οι αρουραίοι συνιστούν κρίσιμη απειλή για τα θαλασσοπούλια, καθώς «εισβάλλουν» στις αναπαραγωγικές τους αποικίες και θηρεύουν το μοναδικό αυγό ή το νεοσσό τους. Γι’ αυτό και τα είδη που επηρεάζονται περισσότερο από τους αρουραίους είναι ο Μύχος, ο Αρτέμης και ο Υδροβάτης, ενώ είδη όπως ο Αιγαιόγλαρος, ο Θαλασσοκόρακας και ο Μαυροπετρίτης επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό.
Εκτός από κίνδυνο για τα θαλασσοπούλια, οι αρουραίοι μπορούν να αλλάξουν δραματικά και ανεπιστρεπτί ακόμα και τη μορφολογία των νησίδων, καθώς τρέφονται και με ρίζες φυτών, ενδημικά φυτά, ασπόνδυλα, ερπετά, ενώ μπορεί συχνά να είναι και φορείς ασθενειών.
Οι δράσεις εξάλειψης έχουν αποδειχθεί παγκοσμίως ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέτρα διαχείρισης για τον μετριασμό των επιπτώσεων των εισβλητικών ειδών και κατ’ επέκταση για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και της οικολογικής ισορροπίας των απομονωμένων ακατοίκητων νησιών και νησίδων που απειλούνται από αυτά. Η Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία έχει πραγματοποιήσει δράσεις εξάλειψης σε πάνω από 40 νησίδες στο Αιγαίο, στο πλαίσιο Προγραμμάτων LIFE (LIFE για τη βιοποικιλότητα της Σκύρου, LIFE Andros, LIFE El ClimA, LIFE για τα Θαλασσοπούλια, LIFE PanPuffinus!, LIFE Mare Natura κ.ά.).
Δεδομένου ότι δεν είναι εφικτό να επιτευχθεί η ολική εξάλειψη των εισβλητικών ειδών στο Αιγαίο, η Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία, σε συνεργασία με τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής - ΟΦΥΠΕΚΑ, έχει πραγματοποιήσει Μελέτη Προτεραιοποίησης των ελληνικών νησίδων με γνώμονα το όφελος διατήρησής τους και την αναγκαιότητα δράσεων για την προστασία τους.
Η υπεραλίευση από αλιευτικά εργαλεία μεγάλης κλίμακας έχει τεράστιες επιπτώσεις σε αρκετά είδη θαλασσοπουλιών, καθώς οδηγεί σε ελαχιστοποίηση του διαθέσιμου ιχθυαποθέματος. Με την αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας, τα ιχθυαποθέματα είναι πλέον πιο εύκολο να εντοπιστούν ενώ, παράλληλα, τις θάλασσες «οργώνουν» λιγότερο επιλεκτικά αλιευτικά εργαλεία, όπως τεράστια γρι-γρι ή τράτες βυθού.
Η εντατικοποίηση της αλιευτικής δραστηριότητας έχει άμεσες επιπτώσεις στα θαλασσοπούλια, τα οποία εξαρτώνται πλήρως από τη θαλάσσια παραγωγή. Όντας και τα ίδια «ψαράδες», που μάλιστα επικεντρώνονται και στοχεύουν συγκεκριμένα είδη ψαριών, η σταδιακή μείωση ή και εξαφάνιση της τροφής τους έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία αναπαραγωγής και διατήρησης του πληθυσμού τους σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Η υπεραλίευση δεν αποτελεί απειλή μόνο για τα θαλασσοπούλια, αλλά και για την παράκτια αλιεία, τις παράκτιες κοινότητες, καθώς και για το σύνολο της ζωής στη θάλασσα. Όπως και τα θαλασσοπούλια, οι παράκτιοι αλιείς κινδυνεύουν και εκείνοι να εξαφανιστούν, εξαιτίας της υπεραλίευσης και του ανταγωνισμού από την αλιεία μεγάλης κλίμακας.
Επιπλέον, η υπεραλίευση ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη ρύπανση των υδάτων, καθώς πολλά αλιευτικά απορρίμματα καταλήγουν στους ωκεανούς, με αποτέλεσμα τη θανάτωση πολλών θαλάσσιων ειδών, μεταξύ των οποίων και πολλά θαλασσοπούλια. Αλιευτικά εργαλεία, όπως δίχτυα και παραγάδια, που έχουν χαθεί κατά τη διάρκεια της αλιευτικής δραστηριότητας, παραμένουν στο βυθό και συνεχίζουν να «ψαρεύουν», με αποτέλεσμα πολλά είδη να πνίγονται είτε λόγω της παγίδευσής τους σε αυτά, είτε λόγω της κατάποσής τους (ghost nets/ lines).
Η τυχαία παγίδευση (bycatch) σε αλιευτικά εργαλεία προκαλείται από τη χρήση μη επιλεκτικών μεθόδων αλιείας και αποτελεί μεγάλη απειλή για τα θαλάσσια είδη. Κάθε χρόνο, χιλιάδες θαλασσοπούλια, δελφίνια, θαλάσσιες χελώνες και άλλοι οργανισμοί χάνουν τη ζωή τους στις ευρωπαϊκές θάλασσες, καθώς παγιδεύονται ακούσια σε αλιευτικά εργαλεία.
Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης τροφής στη θάλασσα, χιλιάδες πουλιά τραυματίζονται ή πνίγονται κάθε χρόνο σε δίχτυα και παραγάδια. Καθώς τα ψάρια προσπαθούν να ξεφύγουν στα ρηχά και κατευθύνονται προς τα δίχτυα, τα θαλασσοπούλια που βουτούν για να τα πιάσουν συχνά παγιδεύονται στα δίχτυα και πνίγονται, αφού αδυνατούν να διακρίνουν το εμπόδιο. Το φαινόμενο αυτό αφορά κυρίως είδη όπως ο Μύχος της Μεσογείου και ο Αρτέμης, και το φαινόμενο εντείνεται πριν την αναπαραγωγική περίοδο, όταν τα θηλυκά πουλιά αναζητούν ψάρια υψηλής διατροφικής αξίας και τρέφονται με μεγαλύτερη ένταση ώστε να «γεννήσουν» το μοναδικό αυγό τους.
Ένας επιπλέον παράγοντας κινδύνου για αυτά τα είδη προκύπτει από το γεγονός ότι κυνηγούν συνεργατικά και σε μεγάλα κοπάδια, με αποτέλεσμα να παγιδεύονται συνήθως πολλά πουλιά μαζί σε κάθε περιστατικό. Σε αυτή τη φρενίτιδα ταΐσματος συμμετέχουν πολλές φορές και άλλα θαλασσοπούλια, όπως Ασημόγλαροι, Καστανοκέφαλοι Γλάροι και Θαλασσοκόρακες, που παγιδεύονται επίσης, αλλά σε μικρότερη κλίμακα.
Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται σε παραγάδια, όταν χρησιμοποιούνται δολώματα όπως ο γαύρος και η σαρδέλα, που προσελκύουν γλάρους και πελαγικά θαλασσοπούλια. Τα πουλιά προσεγγίζουν το εργαλείο κατά την πόντιση, αρπάζοντας το δόλωμα και καταπίνοντας το αγκίστρι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παραγάδι να μένει στον αφρό και να μην ψαρεύει, προκαλώντας πρόβλημα και στον ίδιο τον αλιέα. Τα θαλασσοπούλια που απελευθερώνονται από τον ψαρά με το αγκίστρι να παραμένει προσκολλημένο, δεν επιβιώνουν.
Παρόλο που υπάρχουν διαθέσιμες λύσεις για την αποφυγή της τυχαίας παγίδευσης, τα κράτη-μέλη της Ευρώπης δεν έχουν εκπληρώσει σε μεγάλο βαθμό τις δεσμεύσεις τους για τον μετριασμό του φαινομένου, ενώ μέχρι σήμερα η ΕΕ δεν έχει λάβει, ως όφειλε, νομικά μέτρα για την αντιμετώπιση αυτού του κρίσιμου ζητήματος.
Μάθετε περισσότερα για τις δράσεις της ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗΣ για τον μετριασμό της τυχαίας παγίδευσης στην ιστοσελίδα του Προγράμματος:
Τα θαλασσοπούλια συχνά θεωρούνται «φρουροί» του θαλάσσιου περιβάλλοντος κυρίως γιατί έχουν μια μοναδική σύνδεση μεταξύ ξηράς και θάλασσας. Επειδή βασίζονται σε θαλάσσιους πόρους για την επιβίωσή τους, παρακολουθώντας τι συμβαίνει στις αποικίες τους και τα μέρη στα οποία τρέφονται, μπορούμε να κατανοήσουμε τι μπορεί να συμβαίνει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Αποτελούν ζωτικό μέρος της θαλάσσιας και παράκτιας βιοποικιλότητας και είναι κορυφαίοι θηρευτές.
Η γνώση σχετικά με την κατανομή τους, τα πρότυπα αναζήτησης τροφής και τα ενδιαιτήματα που προτιμούν μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία και διαχείριση θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών. Έτσι, αποτελούν ιδανικούς δείκτες για την αξιολόγηση των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη θάλασσα, καθώς και της υγείας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων.
Σήμερα, ~50% των ειδών θαλασσοπουλιών παγκοσμίως φαίνεται να πλήττονται από τα σκουπίδια, με περισσότερο από ένα εκατομμύριο θαλασσοπούλια να πεθαίνουν κάθε χρόνο (UNEP 2024, Wilcox et al., 2015).
Συνήθως επηρεάζονται από τα απορρίμματα, είτε λόγω κατάποσης, είτε λόγω παγίδευσης σε αυτά. Είναι χαρακτηριστικό να συναντώνται πολλές φωλιές στις νησίδες στις οποίες ενσωματώνονται πλαστικά και άλλων ειδών απορρίμματα μέσα στην πλέξη τους. Τελευταία, παρατηρείται μια αύξηση των απορριμμάτων, κυρίως στις νησίδες που βρίσκονται κοντά σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, ωστόσο σκουπίδια βρίσκονται πλέον σε όλες τις νησίδες, ακόμη και τις πιο απομακρυσμένες, όπως οι Μελαντιοί (μικρές νησίδες ΒΑ της Δονούσας) ή το Άνυδρο (κοντά στην Πάτμο). Αυτά προέρχονται από τα θαλάσσια ρεύματα και τα κύματα, αλλά και από τους αλιείς, τους κτηνοτρόφους και τους ολοένα αυξανόμενους τουρίστες, που έχουν πλέον πρόσβαση στις νησίδες με σκάφη αναψυχής, ακόμη και από τους ίδιους τους γλάρους που τα κουβαλούν μαζί τους από διάφορες χωματερές.
Τα είδη που σχετίζονται και επηρεάζονται περισσότερο από τα απορρίμματα στην Ελλάδα είναι ο Ασημόγλαρος και ο Θαλασσοκόρακας. Τα είδη αυτά κανονικά φτιάχνουν φωλιές στο έδαφος των νησίδων χρησιμοποιώντας την παρακείμενη βλάστηση. Πλέον όμως οι νησίδες αναπαραγωγής τους είναι συνήθως γεμάτες από απορρίμματα που προέρχονται από χωματερές και προστίθενται στα απορρίμματα που ξεβράζει η ίδια η θάλασσα. Έτσι, ενσωματώνουν στη φωλιά τους και σκουπίδια, κυρίως σχοινιά και κομμάτια από πλαστικές σακούλες.
Η παγίδευση των θαλασσοπουλιών μπορεί να οδηγήσει σε εξάντληση, λιμοκτονία ή πνιγμό, ενώ μπορεί να προκαλέσει εκδορές, τραύματα, σύσφιξη και απώλεια άκρων. Επιπρόσθετα, η αυξημένη αντίσταση στο νερό μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη αποτελεσματικότητα τροφοληψίας και μειωμένη ικανότητα αποφυγής θηρευτών.
Παράλληλα, είδη που καταδύονται όπως τα πελαγικά θαλασσοπούλια, ο Μύχος κι ο Αρτέμης αλλά και ο Θαλασσοκόρακας, συχνά καταπίνουν πλαστικά όσο κυνηγούν την ψαριά τους. Τα μικροπλαστικά που βρίσκονται στη θάλασσα καταναλώνονται από τα ψάρια, τα οποία αποτελούν κύρια τροφή για πολλά θαλασσοπούλια. Τα πλαστικά σωματίδια περιέχουν τοξικές χημικές ουσίες, οι οποίες σε μεγάλη συσσώρευση είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για τα πουλιά, με αποτέλεσμα τη θανάτωση πολλών θαλασσοπουλιών. Κατά την κατάποση μπορεί να προκληθεί τραυματισμός του πεπτικού συστήματος, φυσική απόφραξη του εντέρου και βλάβη των οργάνων από την απορρόφηση τοξινών (π.χ. PCBs κ.λπ.), βιοσυσσώρευση τοξινών στους ιστούς, που οδηγούν σε θάνατο, υποσιτισμός, μειωμένη φυσική κατάσταση και μειωμένη αναπαραγωγική επιτυχία. Παράλληλα, η έντονη χημική ρύπανση έχει επιβλαβείς επιπτώσεις στην εκκόλαψη και στα ποσοστά επιτυχίας που προκαλούνται από την αραίωση του κελύφους των αυγών και τη μειωμένη ωοαπόθεση.
Ο φυσικός ρυθμός εναλλαγής του φωτός και του σκοταδιού, καθορίζει την αναπαραγωγική διαδικασία των πελαγικών θαλασσοπουλιών και το ενήλικο βρίσκει το ταίρι του μέσω πολύ χαρακτηριστικών καλεσμάτων. Ο τεχνητός νυχτερινός φωτισμός επηρεάζει ορισμένα θαλασσοπούλια, όπως ο Μύχος.
Επιπτώσεις Φωτορρύπανσης στα Θαλασσοπούλια:
Μείωση επισκεψιμότητας των αποικιών και απώλεια γονεϊκής φροντίδας: Τα πελαγικά θαλασσοπούλια επιστρέφουν στην αποικία τους μόνο τη διάρκεια της νύχτας, όταν έχει απόλυτο σκοτάδι (μετά τη δύση του φεγγαριού). Ο ένας γονέας αναλαμβάνει τη φροντίδα του αυγού ή του νεοσσού, όσο ο άλλος είναι εκτός αποικίας και τρέφεται. Με την αύξηση της φωτορρύπανσης μειώνεται η συχνότητα επιστροφής του γονέα που λείπει στην αποικία, με αποτέλεσμα ο γονέας που έχει αναλάβει τη φροντίδα του αυγού/νεοσσού να αφήσει τη φωλιά αφύλακτη για να τραφεί, με κίνδυνο να θηρευτεί το αυγό ή ο νεοσσός. Επιπλέον, λόγω της μείωσης επισκεψιμότητας από τους γονείς, ο νεοσσός δεν τρέφεται ικανοποιητικά, οδηγώντας σε χαμηλή αναπαραγωγική επιτυχία.
Αποπροσανατολισμός και αναγκαστική προσγείωση των πτερρωμένων νεοσσών: Οι νεοσσοί όταν πτερρωθούν ακολουθούν το φως του φεγγαριού και των αστεριών, καθώς και την αντανάκλαση τους στη θάλασσα για να βρουν τον δρόμο και να απομακρυνθούν από την νησίδα προς την θάλασσα. Τα τεχνητά φώτα αποπροσανατολίζουν τους νεοσσούς στην πρωταρχική τους πτήση από την φωλιά, οι οποίοι κατευθύνονται προς την εντονότερη πηγή φωτός. Οι νεοσσοί καταλήγουν να εκγλωβίζονται προσγειωμένοι, με αποτέλεσμα την αύξηση της θνησιμότητας τους είτε λόγω εξάντλησης(δίψα και πείνα), είτε λόγω σύγκρουσης με οχήματα ή υποδομές στην ακτή ή ακόμα και λόγω θήρευσης. Ο αποπροσανατολισμός επηρεάζει 56 είδη πελαγικών θαλασσοπουλιών παγκοσμίως, με το 70% των πουλιών που εντοπίζονται να είναι πτερρωμένοι νεοσσοί και σε απόσταση περίπου 5-16 χλμ από την αποικία. Πολυετή συλλογή δεδομένων έδειξε ότι σε περιοχές με αυξημένη φωτορύπανση εντοπίζονται μεγαλύτεροι αριθμοί προσγειωμένων νεοσσών, ενώ οι αριθμοί αυτοί έχουν αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία 30 χρόνια. Η φωτορρύπανση μπορεί να αυξηθεί προσωρινά κοντά σε αποικίες από τη στάση δεξαμενόπλοιων για ανεφοδιασμό ή λόγω της αλιείας με χρήση φωτός (π.χ. γρι-γρι ή τράτες).
Απώλεια κατάλληλου ενδιαιτήματος για φώλιασμα: Η παρατεταμένη έκθεση μιας αποικίας σε υψηλά επίπεδα φωτορρύπανσης μπορεί να οδηγήσουν σε εγκατάλειψη των φωλιών ή ακόμη και πλήρη εγκατάλειψη της αποικίας. Μόνιμες κατασκευές, όπως η κατασκευή λιμένων, ιχθυοκαλλιεργειών, ανεμογεννητριών κλπ. σε απομονωμένες ακατοίκητες νησίδες αποτελούν τέτοια παραδείγματα και πρέπει να αποφεύγονται.
Οι πολλές μικρές ακατοίκητες νησίδες των ελληνικών θαλασσών εσφαλμένα θεωρούνται τόποι έρημοι και άγονοι, χωρίς ζωή. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για σπάνια καταφύγια βιοποικιλότητας και ενδημισμού, που περιλαμβάνονται στα πολυτιμότερα, αν και λιγότερο γνωστά, κομμάτια της ελληνικής φύσης. Λόγω της σημασίας τους, πολλές νησίδες έχουν χαρακτηριστεί ως Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά (Important Bird Areas - IBA) και έχουν ενταχθεί ως Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο NATURA 2000, που περιλαμβάνει τις πολυτιμότερες περιοχές της Ευρώπης για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Κατά τη διάρκεια των μεταναστευτικών τους ταξιδιών, ειδικά κατά μήκος μεγάλων θαλάσσιων εκτάσεων, τα πουλιά τείνουν να χρησιμοποιούν ανοδικά θερμικά ρεύματα. Τα ανοδικά ρεύματα σχηματίζονται κυρίως πάνω από τη στεριά. Γι’ αυτό, τα ανεμοπορούντα πουλιά προσπαθούν, κατά το δυνατόν, να αποφεύγουν να πετούν πάνω από μεγάλες υδάτινες μάζες, όπως η Μεσόγειος. Παρόλα αυτά, χιλιάδες μεταναστευτικά πουλιά διασχίζουν κάθε άνοιξη και φθινόπωρο τη Μεσόγειο θάλασσα, διανύοντας εκατοντάδες χιλιόμετρα πάνω από το Αιγαίο και το Ιόνιο πέλαγος. Γι’ αυτούς τους φτερωτούς ταξιδιώτες, οι παράκτιες περιοχές, τα μικρά νησιά και οι ακατοίκητες νησίδες της Ελλάδας, αποτελούν σταθμούς ξεκούρασης και ανεφοδιασμού πριν συνεχίσουν το μακρύ, επίπονο ταξίδι τους.
Η εγκατάσταση Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) εντός μεταναστευτικών διαδρόμων έχει, τεκμηριωμένα, σοβαρές επιπτώσεις για τα μεταναστευτικά πουλιά, με σημαντικότερη την άμεση πρόσκρουση. Η πιθανότητα πρόσκρουσης σε αυτές τις υποδομές είναι μεγαλύτερη όταν συνυπάρχουν ή δρουν σωρευτικά εξωγενείς παράγοντες κινδύνου, ιδιαίτερα συχνοί σε παράκτια και θαλάσσια περιβάλλοντα, όπως είναι η μειωμένη ορατότητα (λόγω αυξημένης υγρασίας), οι κακές καιρικές συνθήκες, και η υψηλή φωτεινότητα (λόγω αντανάκλασης στο νερό της θάλασσας).
Παράλληλα, η όχληση που προκαλείται κατά την εγκατάσταση και λειτουργία των Αιολικών Σταθμών, σε συνδυασμό με την καταστροφή και τον κατακερματισμό που επιφέρει στο ενδιαίτημα η τοποθέτηση βιομηχανικής κλίμακας υποδομών, έχουν τεκμηριωμένα μεγάλη επίδραση στους πληθυσμούς πολλών αναπαραγόμενων, μεταναστευτικών και διαχειμαζόντων ειδών. Μεταξύ αυτών είναι και τα πελαγικά θαλασσοπούλια που επιστρέφουν στις αναπαραγωγικές αποικίες τους κατά τη διάρκεια της νύχτας και συχνά εντοπίζουν τις φωλιές τους, υποβοηθούμενοι φωνητικά από το ταίρι τους. Ο θόρυβος που μπορεί να προκαλείται από τη λειτουργία ανεμογεννητριών σε κοντινή απόσταση από τις αποικίες τους, ενδέχεται να έχει σοβαρό αντίκτυπο ακόμα και στην αναπαραγωγική επιτυχία τους.
Τέλος, η εγκατάσταση Αιολικών Σταθμών σε νησίδες και εντός μεταναστευτικών διαδρόμων θα πρέπει να αποφεύγεται και για έναν ακόμα λόγο, ο οποίος συχνά παραβλέπεται: τα πουλιά τείνουν να ερμηνεύουν οπτικά αυτές τις υποδομές ως φυσικό εμπόδιο και αποφεύγουν τις νησίδες κάτι που, σε πολλές περιπτώσεις, τα οδηγεί να συνεχίσουν το ταξίδι πάνω από τη θάλασσα. Αυτό μπορεί να τα οδηγήσει σε εξουθένωση και δυνητικά στον θάνατο, καθώς συχνά καταλήγουν στη θάλασσα και πνίγονται.
Υπεράκτιοι Αιολικοί Σταθμοί
Οι Υπεράκτιοι Σταθμοί Αιολικής Ενέργειας (Offshore Wind Farms) αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση ΑΣΠΗΕ. Παρόλη την απόστασή τους από τις νησίδες, η εγκατάσταση και λειτουργία υπεράκτιων Αιολικών Σταθμών δύναται να αποτελέσει κίνδυνο για πολλά θαλάσσια είδη, με τα θαλασσοπούλια να εμφανίζονται ιδιαίτερα ευάλωτα στις επιπτώσεις που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν:
- Πρόσκρουση και άμεση θανάτωση
- Παρεμπόδιση της μετανάστευσης και μετακίνησης
- Αποκλεισμός ενδιαιτήματος τροφοληψίας
- Όχληση κατά την περίοδο εγκατάστασης
Οι επιπτώσεις των Yπεράκτιων Αιολικών Σταθμών ενδέχεται να επηρεάζουν τόσο τα θαλασσοπούλια όσο και τα μεταναστευτικά πουλιά που επιλέγουν μεταναστευτικές διαδρομές, εντός των οποίων έχουν εγκατασταθεί και λειτουργούν υπεράκτιοι ΑΣΠΗΕ.
Ο ορθός θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός μπορεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο λανθασμένης τοποθέτησης υπεράκτιων Αιολικών Σταθμών, ενώ συμβάλλει στην ορθότερη διαχείριση των θαλάσσιων πόρων της χώρας.
Άλλες απειλές για τα θαλασσοπούλια είναι το κυνήγι και η όχληση από ανθρωπογενείς δραστηριότητες στις αποικίες των πουλιών. Οι ακατοίκητες νησίδες, λόγω της μακρόχρονης απομόνωσής τους και της έλλειψης ανταγωνιστών, θεωρούνται πολύτιμες και αποτελούν «καταφύγιο» για πολλά είδη. Πρακτικές όπως το κυνήγι και δραστηριότητες, που αυξάνουν την ανθρώπινη παρουσία κοντά στις φωλιές των πουλιών ή τους χώρους αναπαραγωγής τους, όπως ο τουρισμός και οι θαλάσσιες μετακινήσεις, ενδέχεται να προκαλέσουν όχληση, η οποία μπορεί να αποτρέψει τα πουλιά από το να φωλιάσουν, να οδηγήσει σε χαμηλή αναπαραγωγική επιτυχία ή καταστροφή των αυγών τους ή να αναγκάσει τα ενήλικα πουλιά να εγκαταλείψουν τα αυγά ή τους νεοσσούς τους.
Τέλος, η κλιματική αλλαγή έχει σημαντικές επιπτώσεις στα θαλασσοπούλια. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους παράγοντες κινδύνου, καθώς είναι πιο δύσκολη στην αντιμετώπισή της, ενώ συνήθως δρα σε συνδυασμό με άλλες κρίσιμες απειλές. Η άνοδος της θερμοκρασίας και οι απρόβλεπτες εποχικές διακυμάνσεις μπορούν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην επιβίωση και αναπαραγωγή των θαλασσοπουλιών. Αυτό το φαινόμενο δύναται να επηρεάσει τα ίδια τα θαλασσοπούλια αλλά και την τροφική αλυσίδα, της οποίας αποτελούν κομβικούς κρίκους.
Στις άμεσες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα θαλασσοπούλια περιλαμβάνονται: η καταπόνηση της φυσιολογίας των θαλασσοπουλιών, η αδυναμία εύρεσης τροφής λόγω μετακίνησης ή πιθανής εξαφάνισης των ψαριών, η μειωμένη αναπαραγωγική επιτυχία, λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών, όπως είναι η αύξηση της θερμοκρασίας και η έντονη και παρατεταμένη ακτινοβολία, που μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και στην καταστροφή των αυγών ή το θάνατο των νεοσσών λόγω υπερθέρμανσης, καθώς και η καταστροφή ή κατάτμηση των αποικιών των θαλασσοπουλιών.
Αναγνωρίζοντας τις πολλαπλές απειλές που πλήττουν τα θαλασσοπούλια, η BirdLife International δημιούργησε και υλοποιεί Θαλάσσιο Πρόγραμμα ήδη από το 1997, στο οποίο συμμετέχουν και συμβάλλουν ειδικοί από τις οργανώσεις-εταίρους της BirdLife σε όλο τον κόσμο. Αξιοποιώντας ένα σημαντικό όγκο επιστημονικής έρευνας και τις νέες τεχνολογίες, στόχος του προγράμματος είναι η εξεύρεση και προώθηση λύσεων για την προστασία και διατήρηση των θαλασσοπουλιών και των ενδιαιτημάτων τους.
Στο πλαίσιο του θαλάσσιου πρόγραμματός της, η BirdLife συνεργάζεται ήδη με ειδικούς, υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και εκπροσώπους του κλάδου της αλιείας σε όλο τον κόσμο για την πρόληψη της τυχαίας παγίδευσης θαλασσοπουλιών και άλλων θαλάσσιων ζώων σε αλιευτικά εργαλεία (bycatch). Η BirdLife συνεργάζεται επίσης με τους εταίρους της από όλο τον κόσμο για την προαγωγή της έρευνας και τη διεκδίκηση μιας πιο βιώσιμης προσέγγισης σε ό,τι έχει να κάνει με την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων.
Χάρη στη σημαντική πρόοδο που καταγράφεται στους τομείς της γνώσης και της τεχνολογίας, οι επιστήμονες στον τομέα της διατήρησης είναι πλέον σε θέση να αποκαθιστούν μεγαλύτερο αριθμό και μεγαλύτερης έκτασης ενδιαιτήματα, σε σχέση με παλαιότερα. Δράσεις αποκατάστασης όπως είναι η εξάλειψη εισβλητικών ειδών από τις ακατοίκητες νησίδες συμβάλλουν με τρόπο καθοριστικό στην προστασία πολλών ειδών που βασίζονται σε αυτούς τους βιοτόπους για την επιβίωσή τους.
Προωθώντας λύσεις για τον μετριασμό των πιέσεων που αντιμετωπίζουν τα θαλασσοπούλια, μπορούμε να βοηθήσουμε ώστε αυτά τα είδη να είναι πιο ανθεκτικά στις μελλοντικές προκλήσεις και τις μεταβολές που απειλούν τον θαλάσσιο χώρο.